-
1 сепаратор
1. тех. ο διαχωριστής, ο διαχωριστήρας, ο αποχωριστήςотстойный - η δεξαμενή καθίζη-σης/διαχωρισμού- пара - του ατμού, ο αποχωριστής- подшипника η πύξη του τριβέα, η σφαιροθήκη2. (с.-χ.) η αποβουτυρωτική μηχανήмолочный - ο κορυφολόγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сепаратор